- προσφόρῳ
- πρόσφοροςserviceablemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφορώ — έω, Α [πρόσφορος] φέρνω προς κάποιον ή προς κάτι («σκυλεύσας τούς... νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
προσφόρωι — προσφόρῳ , πρόσφορος serviceable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφόρημα — ήματος, τὸ, Α [προσφορῶ] τροφή, τρόφιμα … Dictionary of Greek